Παιδιά & Έφηβοι
Απώλεια και Πένθος «Διερευνώντας την αλλαγή»
Βοηθώντας τα παιδιά να αντιμετωπίσουν το διαζύγιο
«Αν δεν μπορούμε να πετύχουμε στο γάμο μας,
τουλάχιστον ας πετύχουμε στο διαζύγιο μας,
για χάρη των παιδιών.»
Martin Herbert
Το διαζύγιο αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα δυσμενή γεγονότα ζωής που αντιμετωπίζουν τα παιδιά. Στις ανεπτυγμένες χώρες υπολογίζεται ότι ένας στους δύο γάμους διαλύεται. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων και στην Ελλάδα. Ο δείκτης από 8% επί των γάμων το 1980 έφτασε το 24% το 2005.
Οι ψυχολογικές δράσεις αυτού του γεγονότος συχνά εξακολουθούν να υπάρχουν και στην ενήλικη ζωή, χωρίς μερικές φορές τα άτομα να έχουν σαφή επίγνωση για το που εντοπίζεται το πρόβλημα. Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά ελπίζουν την επανασύνδεση της οικογένειας, ακόμη και μετά από 10-15 χρόνια.
Ένα διαζύγιο όσο τραυματικά κι αν βιώνεται μπορεί να αποτελεί την μόνη δυνατή λύση και να προκαλεί τις λιγότερες ψυχικές τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά. Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά διαζευγμένων γονέων τα καταφέρνουν καλύτερα από τα παιδιά που οι γονείς τους δεν είναι χωρισμένοι αλλά ζουν σε δυστυχισμένες οικογένειες με διαρκείς εντάσεις και καυγάδες.
Η επιτυχής προσαρμογή του παιδιού θα εξαρτηθεί αφενός από την προσωπικότητα του και αφετέρου από τον χειρισμό των γονέων.
Πότε και πως πρέπει να ανακοινώσουμε στο παιδί το διαζύγιο;
Πολλοί γονείς αποφεύγουν ή καθυστερούν να μιλήσουν στο παιδί για το διαζύγιο. Δεν υπάρχει κανόνας που να περιορίζει τους γονείς το πότε θα ανακοινώσουν στο παιδί την απόφασή τους να χωρίσουν. Καλό είναι να γίνει όταν έχουν αποφασίσει ότι θα χωρίσουν και είναι σίγουροι ότι αυτό επιθυμούν.
Είναι σημαντικό, η ανακοίνωση να γίνει και από κοινού με τους δύο γονείς, στο σπίτι τους, μέσα σε πνεύμα συνεργασίας, έχοντας κοινή στάση προς τα παιδιά τους και με την ανάλογη σοβαρότητα που αρμόζει στην κατάσταση. Π.χ δεν είναι καλό να προσπαθήσουν να «ελαφρύνουν» την ατμόσφαιρα με χαμόγελα.
Χρειάζεται να εξηγήσουν στα παιδιά ότι:
Επίσης θα πρέπει:
Να τα ενθαρρύνουν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και να διατυπώνουν ερωτήσεις στις οποίες πρέπει να δίνουν όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρες απαντήσεις. Να τους πουν ότι γνωρίζουν ότι τα παιδιά θα θυμώσουν, θα ανησυχήσουν, θα νιώσουν ανασφάλεια. Λυπούνται γι' αυτό, αλλά θα τα βοηθήσουν να ελέγξουν αυτά τα συναισθήματα.
Να συζητηθούν οι αλλαγές που θα τους συμβούν και να τους δοθούν πληροφορίες για πρακτικά ζητήματα όπως που θα μένουν, με ποιον, πως και πότε θα επικοινωνούν με τον γονέα που θα αποχωρήσει κ.α. Όπου είναι δυνατόν μπορεί να ερωτηθούν και τα ίδια για τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους σχετικά με τις διευθετήσεις που θα χρειαστούν.
Να μην τα ενισχύσουν να παρεμβαίνουν ή να ελέγχουν τις αποφάσεις των γονιών, ώστε εκείνα να προσπαθούν να αποκαταστήσουν τη σχέση των γονιών τους. Οι γονείς όντας ενοχικοί κάποιες φορές υποχωρούν σε «χειριστικές» συμπεριφορές των παιδιών, γι' αυτό η ισορροπία που πρέπει να κρατήσουν είναι πολύ λεπτή. Πρέπει να τους τονίσουν ότι και το διαζύγιο αλλά και οι αποφάσεις προσαρμογής που παίρνουν είναι αποφάσεις των γονιών παρότι ξέρουν ότι τα δυσαρεστούν. Αυτό θα βοηθήσει τα παιδιά να σταματήσουν να προσπαθούν να τους φέρουν πιο κοντά και θα τους ωθήσει να επενδύσουν το χρόνο, τη σκέψη και την ψυχική τους ενέργεια στα δικά τους ενδιαφέροντα και τους φίλους τους.
Να τα διαβεβαιώσουν ότι θα ζουν στο σπίτι του ενός από τους δύο γονείς και θα επισκέπτονται τον άλλον τακτικά. Θέλουν και οι δύο να διατηρηθεί ο δεσμός των παιδιών με τον άλλο γονέα. Δε θέλουν τα παιδιά να μεταφέρουν μηνύματα από τον έναν στον άλλον, ούτε επιθυμούν να λένε στον ένα τι κάνει ο άλλος. Ο χωρισμός είναι οριστικός έστω κι αν διατηρηθούν φιλικές σχέσεις μεταξύ των γονέων. Αυτό δε σημαίνει ότι θα ξαναζήσουν μαζί. Ξέρουν ότι θα αντιδράσουν στο χωρισμό, αλλά αυτά δεν πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν τους γονείς να αλλάξουν την απόφασή τους.
Τι αισθάνονται και πως αντιδρούν ψυχολογικά τα παιδιά;
Αισθάνονται φόβο για την αλλαγή των συνθηκών που θα προκύψουν (π.χ. πιθανή αλλαγή σπιτιού, επαφών με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, καθημερινών δραστηριοτήτων, οικογενειακές γιορτές), φόβος εγκατάλειψης με την απομάκρυνση του ενός γονέα και αγωνία μήπως χάσουν και τον άλλον. Αναστατώνονται από την ένταση των συναισθημάτων των γονιών τους και ταυτίζονται με κάποια απ' αυτά, βιώνουν σύγχυση και ανασφάλεια για το επερχόμενο μέλλον τους. Η έναρξη του διαζυγίου αποτελεί γι' αυτά ένα «πένθος» με θυμό, θλίψη και έντονα κλάματα, καθώς βιώνουν απώλειες σε πολλά επίπεδα.
Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των παιδιών μετά την ανακοίνωση του διαζυγίου ποικίλουν:
Τα βρέφη δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του διαζυγίου, αλλά διαισθάνονται την απουσία του γονέα που λείπει και πολλές φορές μπορεί να τον αποζητούν έντονα στην προσπάθειά τους να τον δουν. Αναστατώνονται και επηρεάζονται από την ψυχική κατάσταση της μητέρας τους.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αρχικά, αντιδρούν με δάκρυα και θυμό, φαίνονται να λυπούνται πολύ και να τρομάζουν και προσκολλώνται πολύ πάνω στους γονείς ή γίνονται απαιτητικά. Παρουσιάζουν διαταραχές στον ύπνο και στο φαγητό, παλινδρόμηση σε προηγούμενες συμπεριφορές και αυξημένη προσκόλληση στον ένα γονέα. Εκδηλώνουν φόβους την ώρα του ύπνου, άρνηση να μείνουν μόνα τους έστω και λίγο, ταράζονται όταν πρόκειται να φύγουν και διαμαρτύρονται την ώρα της αναχώρησής τους για τον παιδικό. Παρουσιάζουν ζωηρές φαντασιώσεις εγκατάλειψης, θανάτου των γονιών ή τραυματισμού και συχνά εκδηλώνουν επιθετικότητα απέναντι σε άλλα παιδιά και μαλώνουν με τα αδέρφια τους. Επίσης, μπορεί να είναι σιωπηλά σε σημείο αδιαφορίας.
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν έντονη θλίψη και θυμό με μεγαλύτερη διάρκεια των συμπτωμάτων στα αγόρια. Ο θυμός συνήθως κατευθύνεται προς τους γονείς και ιδιαίτερα προς εκείνον με τον οποίο ζει και συνήθως είναι η μητέρα. Ο απών πατέρας είναι δυνατόν να εξιδανικευθεί (ανεξάρτητα από τα πραγματικά γεγονότα) ενώ η μητέρα θεωρείται υπεύθυνη που εκείνος έφυγε μακριά. Ειδικά στις ηλικίες των επτά έως οκτώ ετών, μπορεί να εκφράσουν πολύ έντονη επιθυμία για τον πατέρα τους. Αδυναμία συγκέντρωσης και παραμέληση των μαθημάτων τους.
Τα παιδιά προεφηβικής ηλικίας τείνουν να εκδηλώνουν λιγότερο τον εσωτερικό τους πόνο και τη στεναχώρια, χωρίς να σημαίνει ότι ο πόνος δεν υφίσταται. Προσπαθούν να ξεχαστούν με το παιχνίδι και άλλες δραστηριότητες. Είναι δύσκολο να τα πλησιάσεις διότι απεχθάνονται να συζητούν γι' αυτά που αισθάνονται εξαιτίας του πόνου και της αμηχανίας που τους προκαλεί. Κάτω απ αυτή τη φαινομενική αδιαφορία υπάρχει θυμός, που μπορεί να τους οδηγήσει να είναι πολύ αφοσιωμένα στον ένα γονέα και να αρνηθούν ακόμα να δουν τον άλλον γονέα.
Τέλος, οι έφηβοι παρουσιάζουν έκδηλη κατάθλιψη και δίνουν την εντύπωση ότι απομακρύνονται από την οικογενειακή ζωή και καταφεύγουν σε φίλους. Οι φίλοι αποτελούν την εναλλακτική μορφή οικογένειας και προσφέρουν την αίσθηση του ανήκειν, της συνέχειας και της σταθερότητας. Πολλές φορές παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά και άγχος ή ανησυχίες για το μέλλον τους σχετικά με τις δικές τους σχέσεις, το σεξ και το γάμο.
Γενικότερα τα παιδιά μέχρι την εφηβεία δυσκολεύονται να αποδεχτούν το διαζύγιο. Όσο πιο μικρά είναι τόσο πιθανότερο είναι να νοιώθουν τα ίδια ένοχα γι' αυτό, να πιστεύουν ότι επειδή «κούρασαν» πολύ τους γονείς τους, φεύγει ο ένας απ' τους δύο.
Ποιοι είναι οι προστατευτικοί παράγοντες που συμβάλλουν στο να μην εκδηλώσουν όλα τα παιδιά προβλήματα συμπεριφοράς ή ψυχικής υγείας βιώνοντας την διάλυση της οικογένειας τους;
1. Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παιδιών όπως η ιδιοσυγκρασία, οι γνωστικές δεξιότητες, η αυτοεκτίμηση και η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
2. Η καλή ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Δείχνουμε κατανόηση, υπομονή και ψυχραιμία στις ψυχολογικές αντιδράσεις των παιδιών και προσπαθούμε να τους αφιερώνουμε πολύ χρόνο, να κατανοήσουμε τα προβλήματα τους, διατηρώντας παράλληλα σταθερό το πλαίσιο της καθημερινής τους ρουτίνας. Είναι σημαντικό να νοιώθουν ότι μπορούμε να τα στηρίξουμε και όχι να μας στηρίξουν.
3. Η προσαρμογή των γονέων στο διαζύγιο. Τα παιδιά δεν θα πρέπει να αναλάβουν το ρόλο του προστάτη στον γονέα ούτε πρακτικά, ούτε συναισθηματικά. Απενοχοποιούμε τα παιδιά από τα δικά μας προβλήματα, αφήνουμε στην άκρη τις διαφωνίες μας μπροστά τους και δεν τα κάνουμε αντικείμενο δικής μας διαμάχης με τον άλλο γονέα, διότι τα επηρεάζει αρνητικά και τους δημιουργεί άγχος , ανασφάλεια, θλίψη, θυμό και ενοχές.
4. Η παρουσία σημαντικών προσώπων που λειτουργούν υποστηρικτικά όπως συγγενείς, αδέρφια και συνομήλικοι.
Το διαζύγιο δεν είναι τόσο τραυματικό όταν οι συνθήκες χωρισμού είναι καλές και οι γονείς παραμένουν συναισθηματικά διαθέσιμοι στα παιδιά τους προκειμένου να μπορέσουν να επεξεργαστούν τα περίπλοκα συναισθήματα που νοιώθουν. Πολλές φορές οι γονείς έχοντας δυσκολία να διαχειριστούν τα δικά τους συναισθήματα (άγχος, θυμός, απόρριψη, απογοήτευση, πίκρα, μοναξιά) ή προβλήματα (οικονομικά, επαγγελματικά, προσαρμογής σε νέα κατοικία, διαπροσωπικών σχέσεων φιλικών ή οικογενειακών) αδυνατούν να αντιμετωπίζουν με συνέπεια τα παιδιά τους, τα οποία μπορεί να νοιώθουν παραγκωνισμένα και έτσι βιώνουν ακόμα πιο τραυματικά αυτή την περίοδο. Επίσης, μπορεί να είναι ήδη συναισθηματικά επιβαρυμένα από μια προηγούμενη μακρά περίοδο, όπου οι γονείς τους δεν περνούσαν καλά και είχαν προστριβές και διαμάχες μπροστά τους.
Είναι φυσιολογικό οι γονείς να δυσκολεύονται να χειριστούν σωστά αυτή την νέα κατάσταση, γι' αυτό είναι σημαντικό να ζητούν βοήθεια από ειδικούς συμβούλους έτσι ώστε να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, να ελέγξουν τις αντιδράσεις τους και να αναλάβουν την ευθύνη του χωρισμού τους απέναντι στα παιδιά.
Βοηθώντας τα παιδιά να αντιμετωπίσουν το πένθος
«Πένθος είναι η διεργασία του περάσματος,
από το να χάνουμε αυτό που έχουμε,
στο να έχουμε αυτό που χάσαμε.»
Stephen Fleming
Ο θάνατος ενός γονιού, ενός συγγενικού ή αγαπημένου φιλικού προσώπου ακόμα και ενός κατοικίδιου ζώου είναι ένα οδυνηρό, τραυματικό και στρεσογόνο γεγονός στην ζωή των παιδιών και των εφήβων.
Η έννοια του θανάτου γίνεται αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ηλικία.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3-6 ετών) πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε μπορεί να επιστρέψει ή ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέπτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας (7-11 ετών) κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα μη αναστρέψιμο γεγονός, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Η ιδέα της μονιμότητας του θανάτου τους δημιουργεί απέχθεια και αναπαριστούν το θάνατο σαν μια πραγματικότητα μακριά από τα ίδια (π.χ αναφέρονται σε αυτόν ως σκελετό, φάντασμα, άγγελο). Τέλος, οι έφηβοι αντιλαμβάνονται το θάνατο ως ένα τελεσίδικο, οικουμενικό γεγονός συνειδητοποιώντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και βρίσκονται σε θέση να δώσουν μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες στο θάνατο.
Πώς να ενημερώσουμε ένα παιδί για το θάνατο του γονιού;
Παρότι είναι πολύ δύσκολο, το παιδί θα πρέπει να ενημερωθεί άμεσα για ότι συνέβη. Η απόκρυψη, η καθυστέρηση ή η παροχή ψεύτικων πληροφοριών δημιουργεί σύγχυση, παρερμηνείες και φόβο. Η σιωπή αποξενώνει το παιδί από την υπόλοιπη οικογένεια. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι κάτι έχει αλλάξει.
Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε με ακρίβεια τι συνέβη, πώς συνέβη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις, όπως «πέθανε», «θάνατος» και όχι ασαφείς, όπως «χάθηκε», «έφυγε», γιατί τέτοιες δηλώσεις οδηγούν σε παρερμηνείες, δίνουν ελπίδες ότι θα βρεθεί, θα επιστρέψει, ειδικά στα μικρότερα παιδιά. Επιπλέον, στην ερώτηση των μικρότερων παιδιών «Τι είναι ο θάνατος;», είναι καλό να εξηγήσουμε για τις αλλαγές που υφίστανται το σώμα, όπως «Η καρδιά παύει να λειτουργεί, δεν σκέπτεται, δεν αισθάνεται..» καθώς και την διαδικασία της ταφής έτσι ώστε να βοηθήσουμε το παιδί να καταλάβει την οριστική έννοια του θανάτου και μετά, εφόσον μας ρωτήσει γα το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, να μοιραστούμε μαζί του θεωρίες και ανησυχίες.
Να είμαστε διατεθειμένοι και πρόθυμοι να απαντήσουμε με ειλικρίνεια σε κάθε του ερώτηση και τον ενημερώνουμε για το τι θα γίνει στη ζωή του από εδώ και πέρα, ποιος θα τα φροντίζει ή τι θα αλλάξει. Να εξηγήσουμε, κυρίως στους εφήβους, ότι δεν ευθύνονται για ότι συνέβη.
Να επιτρέψουμε στο παιδί να συμμετάσχει στην κηδεία εφόσον το επιθυμεί, αφού προετοιμαστεί κατάλληλα.
Πώς να στηρίξουμε ένα παιδί που πενθεί;
Η έντονη ενασχόληση με το γεγονός αλλά και άρνηση έκφρασης κάθε συναισθήματος από τον γονιό που ζει και τους ανθρώπους που φροντίζουν το παιδί, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα, καθώς σημαντικές ερευνητικές ενδείξεις φανερώνουν πως αν δεν πενθήσουμε στον καιρό της απώλειας ή λίγο μετά, τότε το πένθος μπορεί να συσσωρευτεί μέσα μας, προκαλώντας συναισθηματικές δυσκολίες ή ακόμα και σωματική ασθένεια.
Καλό είναι, να μοιραστούμε δικές μας ανησυχίες, εκφράζοντας με τη σειρά μας τη λύπη μας, γιατί έτσι το παιδί θα νιώσει ασφάλεια και θα εκφράσει πιο φυσικά κάθε του σκέψη. Όταν το παιδί μοιράζεται τις σκέψεις του, κατανοεί πως αυτό που του συμβαίνει ή αισθάνεται είναι μια ανθρώπινη, φυσιολογική αντίδραση.
Να βοηθήσουμε το παιδί να εκφράσει με το δικό του τρόπο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του για το γεγονός. Μπορούμε να το παροτρύνουμε να δημιουργήσει ένα λεύκωμα με τις φωτογραφίες του με τον αποθανόντα γονιό, ζωγραφιές ή γράμματα που θα ήθελε να του δώσει. Να μην του υποδεικνύουμε πως πρέπει να νοιώθει ή να σκέφτεται.
Είναι σημαντικό να είμαστε διακριτικοί και να περάσουμε το μήνυμα στο παιδί πως κατανοούμε τις ανάγκες του και είμαστε εδώ όταν μόνο του θα μας χρειαστεί και θα μας αναζητήσει. Να μην επιμένουμε να μας μιλήσει ή να δείχνουμε υπερβολική ανησυχία γι' αυτό διότι μπορεί να το οδηγήσουμε σε απομόνωση, αίσθημα μοναξιάς και αβοηθησίας.
Να μην αποφεύγουμε την αναφορά στο θέμα του θανάτου όποτε και όπου ανακύπτει: στο σπίτι, στο σχολείο ή σε άλλο πλαίσιο. Πρέπει να έχουμε υπομονή και να επαναλαμβάνουμε τις πληροφορίες όποτε μας τις ζητούν. Κάθε παιδί, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το γεγονός, έχει το δικό του ρυθμό να τις αφομοιώνει και να τις κατανοεί.
Να φροντίσουμε για την διατήρηση του καθημερινού προγράμματος με τις μέχρι τότε συνήθειες του παιδιού.
Να διατηρηθεί η κοινωνικότητα του. Οι συνομήλικοι προσφέρουν στο παιδί ξέγνοιαστες και ευχάριστες στιγμές, ενώ παράλληλα μπορεί να το βοηθήσουν να μοιραστεί και να εξηγήσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Ταυτόχρονα, δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να επενδύσει σε νέες σχέσεις και να αντιληφθεί τη συνέχεια της ζωής. Να του δώσουμε να καταλάβει ότι δεν πειράζει να γελά και να διασκεδάζει σε περίοδο πένθους.
Να διατηρήσει το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού ζωντανή τη μνήμη του γονιού που έχει πεθάνει, διευκολύνοντας και εκπαιδεύοντας το παιδί να εκφράσει την αγάπη του για το αγαπημένο του πρόσωπο. Να του δώσει ερεθίσματα που έχουν σχέση με το «θάνατο», βιβλία που σχετίζονται με το βίωμα της απώλειας ή εικόνες οδηγούν το παιδί στην εκ νέου επαφή με το θλιβερό γεγονός και στην εκ νέου διαχείριση και κατανόηση.
Οι ενήλικες που ζουν με το παιδί χρειάζεται να λάβουν βοήθεια από το στενό οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον ή από ειδικό σύμβουλο προκειμένου να διαχειριστούν τα δικά τους συναισθήματα και έτσι να μπορούν να το στηρίξουν στην απώλεια που βιώνει για να μπορέσει να ζήσει μ' αυτήν. Να το βοηθήσουν να κατανοήσει ότι ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και διατηρώντας τις αναμνήσεις των αγαπημένων μας προσώπων τους νοιώθουμε πάντα κοντά μας.
Βιβλιογραφικές Πηγές:
Βιβλίο Τηλεφωνικής Γραμμής-Σύνδεσμος για τους γονείς. (2007). Πώς να μιλήσετε σε ένα παιδί για. Επιστημονική Εποπτεία: Τσιάντης, Ι., Επιμέλεια: Τζίκας, Δ., Βγενοπούλου, Σ. Εκδόσεις: Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. / ΚΟΑΝ
Τσιάντης, Ι. (2001). Εισαγωγή στην Παιδοψυχιατρική. Εκδόσεις: Καστανιώτη.
Herbert M. (2008). Τα παιδιά μπροστά στο Πένθος και την Απώλεια. Επιμέλεια: Β. Παπαδιώτη-Αθανασίου. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Herbert M. (2008). Χωρισμός και Διαζύγιο. Επιμέλεια: Β. Παπαδιώτη-Αθανασίου. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
www. Medlook.gr (2008) Διαζύγιο: Τα αισθήματα των παιδιών και συμβουλές προστασίας τους.